- πεπτωκότες
- οι, ΝΑεκκλ. ονομασία τών αρνητών τής χριστιανικής πίστης κατά τους διωγμούς τών τριών πρώτων αιώνων, στους οποίους οφείλεται και το σοβαρό εκκλησιαστικό πρόβλημα σχετικά με τη δυνατότητα και τους τρόπους επανόδου όσων μετανοούσαν στους κόλπους τής Εκκλησίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. ενεργ. παρακμ. τού πίπτω].
Dictionary of Greek. 2013.